ληνοῦ

ληνοῦ
ληνός
anything shaped like a tub
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LENAEUS — Bacchi cognomen ἀπὸ τȏυ ληνοῦ, h. e. a torculari. Virg. Georg. l. 2. v. 2. et. 7. Huc pater ô Lenaee veni: nudataque muste Tinge novo mecum direptis crura cothurnis. Tibull. l. 3. Eleg. 7. v. 6. Odit Lenaeus tristia verba pater. Nic. Lloyd. Fanum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιλήναιος — ἐπιλήναιος, ον (Α) φρ. «ἐπιλήναιοι θεοί» οι θεοί τού ληνού, στο πάτημα τών σταφυλιών …   Dictionary of Greek

  • λακτιστής — ο (Α λακτιστής) [λακτίζω] (για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης αρχ. φρ. «ληνοῡ λακτιστής» αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι …   Dictionary of Greek

  • ληνόπιθος — ληνόπιθος, ὁ (Μ) μεγάλος πίθος ή κάδος σε σχήμα ληνού, πατητηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός «πατητήρι» + πίθος] …   Dictionary of Greek

  • ποδόχι — το, Ν παράρτημα τού ληνού σε χαμηλότερο ύψος, όπου συγκεντρώνεται ο μούστος που ρέει από το πατητήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ὑποδόχι ον, υποκορ. τού ὑπόδοχον «δοχείο, δεξαμενή» με σίγηση τού αρκτικού άτονου υ ] …   Dictionary of Greek

  • υπολήνιον — τὸ, ΜΑ δοχείο τοποθετούμενο κάτω από το στόμιο τού ληνού για να δέχεται το γλεύκος που εκρέει με το πάτημα τών σταφυλιών, κν. σήμερα πολήνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ληνός «πατητήρι σταφυλιών» + επίθημα ίον] …   Dictionary of Greek

  • Θράκη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν κόρη του Ωκεανού και της Παρθενόπης, αδελφή της Ευρώπης. Η Θ. ονομαζόταν Τιτανίς από τον Στέφανο τον Βυζάντιο, ο οποίος απέδιδε την καταγωγή της στον Ωκεανό. Σύμφωνα με τη μυθολογία, απέκτησε τον Βίθυ από …   Dictionary of Greek

  • ՀՆՁԱՆԱՀԱՐ — (ի, աց.) NBH 2 0108 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 12c գ. πατητής τοῦ λήνου, ληνοβάτης calcator, torculator. Որ հարկանէ այսինքն կոխէ զհնձան. հնծան կամ խաղող կոխօղը. *Իբրեւ հնձանահարի՝ լիոյ հնձանի կոխելոյ. Ես. ՟Կ՟Գ. 1 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σιληνοῦ — σῑληνοῦ , σῑληνός a figure of Silenus masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”